Fractal

Ένα «τοστ ζαμπόν» και ένα «αίμα νερό», παρακαλώ

της Niemands Rose // *

 

tostΕίχα καιρό να διαβάσω απνευστί ένα μυθιστόρημα, κι αυτό, όχι τόσο γιατί τα κριτήριά μου έχουν φτάσει πια σε δυσθεώρητα ύψη –αν και απαιτητική αναγνώστρια-, αλλά λόγω κόπωσης σε έναν μοιραίο συνδυασμό με την πολυδιάσπαση της εποχής.

 

Συνέβη όμως το θαύμα και ρούφηξα μέσα σε χρόνο ρεκόρ ένα βιβλίο 400 σελίδων. Έπαιξε σαφώς κάποιο ρόλο η θετική προκατάληψη για τον συγγραφέα, αλλά το ότι ο μεταφραστής λειτουργούσε ως εγγύηση. Μιλάω για το «Τοστ ζαμπόν» του Τσαρλς Μπουκόβσκι σε μετάφραση Γιώργου-Ικάρου Μπαμπασάκη και μία πολύ προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση από το Μεταίχμιο.

Το «Τοστ ζαμπόν» είναι ένα έργο αυτοβιογραφικό, διατρέχει τη ζωή του συγγραφέα από την παιδική ηλικία ως τα πρώτα νεανικά χρόνια. Αφηγείται, ανάμεσα στα άλλα, φρικαλέα περιστατικά σωματικής και ψυχικής κακοποίησης από έναν κτηνώδη πατέρα. Και, παρά το γεγονός ότι είναι το μοναδικό βιβλίο του Μπουκόβσκι που αντλεί υλικό από τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του, δεν αποτελεί εξαίρεση στον υφολογικό κανόνα που έχει θεσπίσει και έχει τηρήσει απαρέγκλιτα σε όλη την εργογραφία του: εξιστορεί τη ζωή του με έναν τρόπο ωμό, ενώ στέκεται αταλάντευτα στην αντίπερα όχθη του διδακτισμού.

Με τον τρόπο αυτό, ο θείος Τσαρλς, αδιάφορος και σκυφτός, κάνει ένα αδιόρατο νεύμα στον αναγνώστη να τον ακολουθήσει στα άδυτα του ιδιωτικού βίου, στο μεγάλο δράμα που συμβαίνει κεκλεισμένων των θυρών, όσο κυκλοφορούμε στην πεπερασμένη έκταση ενός σπιτιού ανάμεσα σε δύο –συνήθως- γίγαντες που τους φωνάζουμε μαμά, μπαμπά • ή κάπως έτσι. Απλά, λιτά, αβίαστα, χωρίς ομφαλοσκοπικές λοξοδρομήσεις, χωρίς ίχνος μελό και περιφρονώντας εντελώς το οποιοδήποτε ηθικοπλαστικό μήνυμα, μιλάει για τα υλικά που έχτισαν τον ψυχισμό του, τα ίδια δηλαδή που τον έσπρωξαν και σε ένα ατέλειωτο φιλί με το χείλος του γκρεμού. Και κατορθώνει, με μία γραφή ανεπιτήδευτη, αλλά ταυτόχρονα πλούσια σε ουσία, να συγκλονίσει τον αναγνώστη χωρίς να εκβιάσει συναισθήματα, ακροβατώντας, όπως πάντα, ανάμεσα στη θλίψη, το χιούμορ, την τρυφερότητα και μια γλυκιά παραίτηση.

Ο Μπουκόβσκι συνοψίζεται με ακρίβεια στο επίμετρο του Μπαμπασάκη «αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση και στην ποίηση». Ακόμη και για τον βάναυσο πατέρα δείχνει κατανόηση αλλά δεν τη διατρανώνει, δεν πασχίζει να αποδείξει την ψυχική και διανοητική ανωτερότητά του έναντι του γέρου του. Όταν ο πατέρας του έμεινε άνεργος, για να μην το αντιληφθούν οι γείτονες στα διάφανα σπίτια των αμερικάνικων προαστίων, αναχωρούσε κάθε πρωί από το σπίτι και γυρνοβολούσε άεργος ώσπου να φτάσει η ώρα που τάχα σχολούσε για να επιστρέψει. * Περιγράφοντας αυτό το σκηνικό, ο Μπουκόβσκι δεν ψέγει τον πατέρα του, δεν τον επικρίνει, δε τον κρίνει καν, δεν μπαίνει ούτε στον πειρασμό να τον ειρωνευτεί που επιχειρεί να συγκαλύψει την αυτοταπείνωση επειδή έχασε τη δουλειά του με αυτό το θλιβερό μοτίβο. Ακόμη κι αυτόν, που αποτέλεσε τον εφιάλτη του, τον συμπαθεί. Όλους τους συμπαθεί τελικά ο Μπουκόβσκι, αλλά δε νοιάζεται να τους το δείξει…

Aima_neroΑναρωτιόμουν, αφού διάβασα το «Τοστ ζαμπόν» αν η σύγχρονη εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή έχει να επιδείξει αντίστοιχα έργα, όπου η αυτοβιογράφηση του συγγραφέα συμβαίνει χωρίς επάλληλες στρώσεις μυθοπλασίας για λόγους αυτοπροστασίας της αγίας ελληνικής οικογένειας και η οποία τελικά αποκαθηλώνει τα ιερά πρόσωπα των γονιών. «Το αίμα νερό» του Χάρη Βλαβιανού από τις εκδόσεις Πατάκη αποτελεί αναμφίβολα ένα τέτοιο παράδειγμα. Και μάλιστα, πράγμα όμως μάλλον αναμενόμενο κρίνοντας από την πείρα του καταξιωμένου λογοτέχνη, η αποδόμηση της ιερότητας της οικογένειας συμβαίνει με έναν τρόπο αριστοτεχνικό στο «μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις», όπως αυτοπροσδιορίζεται το υβριδικό αυτό έργο.

Το εύρημα του δεύτερου ενικού προσώπου αρχικά ξενίζει, είναι ασφαλώς ανοίκειο, αλλά κατορθώνει να τοποθετήσει τον αναγνώστη στη θέση του αφηγητή από την πρώτη κιόλας στιγμή, να τον κάνει κοινωνό στην οικογενειακή τραγωδία που διηγείται ο συγγραφέας με την τέχνη όμως ενός ποιητή, μεταφέροντας, ανάμεσα στα άλλα, τη σπάνια αρετή της οικονομίας λόγου στην ελληνική πεζογραφία.

Στο φόντο της προσωπικής του ιστορίας διακρίνεται η τοιχογραφία της αστικής ζωής, καθώς ένα παιδάκι στροβιλίζεται στις πέντε (σχεδόν) ηπείρους. Το κείμενο είναι πυκνό και άρτιο, ένα κομψοτέχνημα. Διακρίνεται επίσης από κάποια αίσθηση ωμότητας, αν και διαφορετική από του Μπουκόβσκι, αφού, ενώ απογυμνώνεται ο ήρωας, την αφήγησή του τη διαπερνά μια αίσθηση συγχώρεσης για τους προγόνους του. Και τελικά είναι ένα βιβλίο που δικαίως το υποδέχτηκαν κοινό και κριτικοί με θέρμη γιατί, εκτός όλων των άλλων, είναι ένα διάβημα τολμηρό, που εκθέτει γενναία έναν επιφανή άνθρωπο των γραμμάτων ταράζοντας τα λιμνάζοντας ύδατα των άμεμπτων σπιτικών μας. Και γι’ αυτό «Το αίμα νερό» είναι πολύτιμο σαν κάτι σπάνιο.

 

(Θα πρότεινα, με την ευκαιρία, την ταινία «Ο αντίζηλος» (L’ adversaire) με πρωταγωνιστή τον εκπληκτικό Ντανιέλ Οτέιγ. Το σενάριο βασίζεται σε αληθινή ιστορία, και ξεκινάει κάπως έτσι: ένας μεσοαστός οικογενειάρχης μένει άνεργος αλλά αποφασίζει να το κρύψει από το περιβάλλον του…μόνο που αυτή η ιστορία είχε πολύ πιο τραγική κατάληξη.)

 

* H Niemands Rose είναι συγγραφέας και μπλόγκερ (http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top